- υλοδοξία
- ηο υλισμός (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υλοδοξία — η, Ν παλαιότερος λόγιος όρος για τον υλισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύλη + δοξία (< δοξος < δόξα), πρβλ. ματαιο δοξία. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Π. Βράϊλα] … Dictionary of Greek
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek
υλισμός — ο 1. φιλοσοφική θεωρία που δέχεται ότι η ύλη είναι η μόνη πραγματικότητα και η μόνη ουσία στα υλικά και άυλα, ορατά και αόρατα του σύμπαντος, και που αρνείται την ύπαρξη της ψυχής και του Θεού, η υλοδοξία, ο ματεριαλισμός. 2. η νοοτροπία εκείνων… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)